непозволительный - translation to
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

непозволительный - translation to


непозволительно      
inadmissivelmente ; (нетерпимо) intoleravelmente
непозволительный      
inadmissível ; (нетерпимый) intolerável ; (невозможный) impossível ; (неуместный) inconveniente
6 E os príncipes dos sacerdotes, tomando as moedas de prata, disseram: Não é lícito colocá-las no cofre das ofertas, porque são preço de sangue.      
6 Первосвященники, взяв сребренники, сказали: непозволительно положить их в сокровищницу церковную, потому что это цена крови.

Ορισμός

НЕПОЗВОЛИТЕЛЬНЫЙ
То же, что недопустимый.
Вести себя непозволительным образом
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για непозволительный
1. Недавно Клинтон допустил непозволительный промах.
2. Всякие леди и ляди - непозволительный компромисс.
3. Непозволительный ляп, переросший во второй гол, допустил, например, Алексей Березуцкий.
4. Но непринужденная атмосфера порождает в России непозволительный порок -- падает дисциплина.
5. Театрально обматывать шарфом шею — непозволительный нонсенс, достойный разве что пшюта.